KYC

Ο όρος KYC αφορά μια διαδικασία που χρησιμοποιούν οι τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για να συλλέγουν στοιχεία ταυτότητας και πληροφορίες επικοινωνίας από υφιστάμενους και υποψήφιους πελάτες. Στόχος είναι η πρόληψη της απάτης, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων, καθώς και η πρόληψη κατάχρησης χρηματοοικονομικών λογαριασμών. 

Στις ΗΠΑ, οι τράπεζες είναι νομικά υποχρεωμένες να χρησιμοποιούν το KYC σύμφωνα με τον νόμο κατά της τρομοκρατίας (Patriot Act) των ΗΠΑ του 2001. Το 1989 ιδρύθηκε η Ειδική Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης (FATF) για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε διεθνές επίπεδο. Η FATF θέτει πρότυπα και παρέχει συστάσεις για την επίτευξη αυτού του στόχου μέσω των πρακτικών καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (AML). Οι χώρες-μέλη και οι δικαιοδοσίες επιβάλλουν διάφορους νόμους, κανόνες και κανονισμούς, προκειμένου να εναρμονίζονται με τις οδηγίες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Το KYC και η καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες συμβαδίζουν στην αποτροπή αθέμιτων και εγκληματικών οικονομικών δραστηριοτήτων.

Οι πρακτικές KYC ξεκινούν συνήθως πριν ένα άτομο γίνει πελάτης. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει πρώτα να επαληθεύουν την ταυτότητα που δηλώνει ένας υποψήφιος πελάτης πριν ανοίξει λογαριασμό. Επειδή δεν υπάρχουν νομικά πρότυπα επαλήθευσης, αυτή η διαδικασία μπορεί να διαφέρει για κάθε τράπεζα. 


Ορισμένα έγγραφα ταυτοποίησης που απαιτούνται από τις διαδικασίες KYC περιλαμβάνουν τα εξής: 

  • Δίπλωμα οδήγησης/Ταυτότητα με φωτογραφία που έχει εκδοθεί από το κράτος

  • Διαβατήριο

  • Αριθμός κοινωνικής ασφάλισης

  • Κάρτα PAN

  • Δελτίο εκλογικής ταυτότητας

Είναι επίσης απαραίτητη η επαλήθευση της διεύθυνσης. Οι αιτούντες μπορούν να υποβάλουν διάφορα αποδεικτικά έγγραφα, ανάλογα με τις πρακτικές της τράπεζας. Ορισμένα παραδείγματα περιλαμβάνουν έναν λογαριασμό κοινής ωφέλειας, μια κίνηση λογαριασμού από διαφορετική τράπεζα ή εκδότη πιστωτικής κάρτας, ή μια σύμβαση μίσθωσης.

Αφού παράσχουν λογαριασμό σε έναν πελάτη, οι τράπεζες υποχρεούνται να προβαίνουν σε περιοδικές ενημερώσεις των αρχείων. Αυτό σημαίνει ότι συνεχίζουν να "επαληθεύουν ξανά" τους πελάτες τους με περιοδικά αιτήματα για πληροφορίες KYC καθ' όλη τη διάρκεια της τραπεζικής τους σχέσης. Επίσης, αποδίδουν ένα επίπεδο κινδύνου στους πελάτες τους και παρακολουθούν τις συναλλαγές των πελατών για να βεβαιωθούν ότι ανταποκρίνονται στην προβλεπόμενη συμπεριφορά.

Οι πρακτικές KYC δεν περιορίζονται στα τραπεζικά ιδρύματα. Ο κλάδος των χρηματοοικονομικών επενδύσεων χρησιμοποιεί διαδικασίες KYC σύμφωνα με τον κανόνα 2090 KYC της Ρυθμιστικής Αρχής του Χρηματοπιστωτικού Κλάδου (FINRA). Όμως, αυτές οι πρακτικές KYC δεν είναι απλώς μια προσπάθεια καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αλλά βοηθούν τις εταιρείες επενδύσεων να κατανοήσουν καλύτερα τις ανάγκες των πελατών.

Όσον αφορά τα ανταλλακτήρια κρυπτονομισμάτων, οι χρήστες μπορούν συχνά να δημιουργήσουν λογαριασμό πριν ολοκληρώσουν τη διαδικασία KYC. Ωστόσο, αυτοί οι μη επαληθευμένοι λογαριασμοί έχουν περιορισμένες λειτουργίες.

Η μείωση και η εξάλειψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της οικονομικής απάτης είναι το ξεκάθαρο πλεονέκτημα των πρακτικών KYC. Παρόλο που οι διαδικασίες γίνονται πιο πολύπλοκες και χρονοβόρες - ιδιαίτερα για τον τραπεζικό κλάδο και τους πελάτες του - τα πλεονεκτήματα μάλλον αντισταθμίζουν την ταλαιπωρία. Ωστόσο, οι τυποποιημένες πρακτικές θα βοηθούσαν πιθανότατα στην απλούστευση της διαδικασίας.

Στον χώρο των κρυπτονομισμάτων, η χρήση ψηφιακών νομισμάτων για την εκτέλεση παράνομων δραστηριοτήτων έχει προσελκύσει μεγάλη προσοχή. Η μείωση αυτού του φαινομένου είναι σίγουρα θετική για το κρυπτονόμισμα και τη φήμη του. Η συμμόρφωση είναι χρονοβόρα, αλλά πρέπει να προωθείται πάντοτε. Ωστόσο, οι χρήστες δεν θα πρέπει να παρέχουν ευαίσθητες πληροφορίες ταυτότητας χωρίς να βεβαιωθούν πρώτα ότι η εταιρεία ακολουθεί τα απαραίτητα πρότυπα ασφαλείας για την ασφάλεια των δεδομένων.